- αφαιρώ
- (Α ἀφαιρῶ, -έω)1. παίρνω ένα μέρος από κάτι, αποσπώ2. στερώ, αποστερώ3. ελαττώνω, μειώνωνεοελλ.1. κλέβω, υπεξαιρώ2. αποβάλλω, βγάζω3. μαθ. κάνω την πράξη της αφαίρεσης4. μέσ. αφαιρούμαιελαττώνεται η πνευματική μου συγκέντρωση ή η προσοχή μου σε κάτι5. (φιλοσ.) (μτχ. παθ. παρακμ.) αφηρημένος, -η, -οαυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο νοητά, για τον οποίο δεν έχω εμπειρική αντίληψη6. γραμμ. «αφηρημένα ουσιαστικά» — αυτό που δηλώνουν ιδιότητες ή έννοιες και όχι συγκεκριμένα αντικείμενααρχ.1. απαλλάσσω κάποιον από κάτι2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι3. αφαιρώ, παίρνω για τον εαυτό μου4. ακυρώνω, αφανίζω, καταστρέφω5. με στερούν από κάτι που είχα, μου παίρνουν κάτι6. φρ. «ἀφαιροῡμαί τινα εἰς ἐλευθερίαν» — απελευθερώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + αιρώ].
Dictionary of Greek. 2013.